Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
View word page
ὀρειάλωτος
wandering on the mountains
ShortDef
wandering on the mountains
Debugging
Headword:
ὀρειάλωτος
Headword (normalized):
ὀρειάλωτος
Headword (normalized/stripped):
ορειαλωτος
IDX:
62864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62865
Key:
Data
{'content': 'wandering on the mountains'}