Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
View word page
Ὀρεία
Oria

ShortDef

Oria

Debugging

Headword:
Ὀρεία
Headword (normalized):
ὀρεία
Headword (normalized/stripped):
ορεια
IDX:
62863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62864
Key:

Data

{'content': 'Oria'}