Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
View word page
ὀρέγω
to reach, stretch, stretch out
ShortDef
to reach, stretch, stretch out
Debugging
Headword:
ὀρέγω
Headword (normalized):
ὀρέγω
Headword (normalized/stripped):
ορεγω
IDX:
62862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62863
Key:
Data
{'content': 'to reach, stretch, stretch out'}