Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
View word page
ὀρεγμίη
eructation
ShortDef
eructation
Debugging
Headword:
ὀρεγμίη
Headword (normalized):
ὀρεγμίη
Headword (normalized/stripped):
ορεγμιη
IDX:
62861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62862
Key:
Data
{'content': 'eructation'}