Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
View word page
ἀναπληστικός
fit for filling up

ShortDef

fit for filling up

Debugging

Headword:
ἀναπληστικός
Headword (normalized):
ἀναπληστικός
Headword (normalized/stripped):
αναπληστικος
IDX:
6285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6286
Key:

Data

{'content': 'fit for filling up'}