Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
View word page
ὀρεᾶνες
men

ShortDef

men

Debugging

Headword:
ὀρεᾶνες
Headword (normalized):
ὀρεᾶνες
Headword (normalized/stripped):
ορεανες
IDX:
62857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62858
Key:

Data

{'content': 'men'}