Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
View word page
ὄρδειλον
hartwort, Tordylium officinale
ShortDef
hartwort, Tordylium officinale
Debugging
Headword:
ὄρδειλον
Headword (normalized):
ὄρδειλον
Headword (normalized/stripped):
ορδειλον
IDX:
62855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62856
Key:
Data
{'content': 'hartwort, Tordylium officinale'}