Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
View word page
ὀργυιαῖος
six feet long

ShortDef

six feet long

Debugging

Headword:
ὀργυιαῖος
Headword (normalized):
ὀργυιαῖος
Headword (normalized/stripped):
οργυιαιος
IDX:
62853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62854
Key:

Data

{'content': 'six feet long'}