Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
View word page
ὀργιστός
fit to cause anger

ShortDef

fit to cause anger

Debugging

Headword:
ὀργιστός
Headword (normalized):
ὀργιστός
Headword (normalized/stripped):
οργιστος
IDX:
62851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62852
Key:

Data

{'content': 'fit to cause anger'}