Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
View word page
ἀναπληρωτικός
filling up

ShortDef

filling up

Debugging

Headword:
ἀναπληρωτικός
Headword (normalized):
ἀναπληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
αναπληρωτικος
IDX:
6284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6285
Key:

Data

{'content': 'filling up'}