Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
View word page
ὀργιάω
to be fierce

ShortDef

to be fierce

Debugging

Headword:
ὀργιάω
Headword (normalized):
ὀργιάω
Headword (normalized/stripped):
οργιαω
IDX:
62844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62845
Key:

Data

{'content': 'to be fierce'}