Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
ὀργυιαῖος
View word page
ὀργιαστικός
fit for orgies, exciting

ShortDef

fit for orgies, exciting

Debugging

Headword:
ὀργιαστικός
Headword (normalized):
ὀργιαστικός
Headword (normalized/stripped):
οργιαστικος
IDX:
62843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62844
Key:

Data

{'content': 'fit for orgies, exciting'}