Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστέος
ὀργιστός
ὄργυια
View word page
ὀργιαστής
one who celebrates

ShortDef

one who celebrates

Debugging

Headword:
ὀργιαστής
Headword (normalized):
ὀργιαστής
Headword (normalized/stripped):
οργιαστης
IDX:
62842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62843
Key:

Data

{'content': 'one who celebrates'}