Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
View word page
ὀργεωνικός
of or for the ὀργεῶνες

ShortDef

of or for the ὀργεῶνες

Debugging

Headword:
ὀργεωνικός
Headword (normalized):
ὀργεωνικός
Headword (normalized/stripped):
οργεωνικος
IDX:
62836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62837
Key:

Data

{'content': 'of or for the ὀργεῶνες'}