Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργιάω
View word page
ὀργάω
to swell with moisture

ShortDef

to swell with moisture

Debugging

Headword:
ὀργάω
Headword (normalized):
ὀργάω
Headword (normalized/stripped):
οργαω
IDX:
62834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62835
Key:

Data

{'content': 'to swell with moisture'}