Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
View word page
ὀργαστήριον
a place of ὄργια

ShortDef

a place of ὄργια

Debugging

Headword:
ὀργαστήριον
Headword (normalized):
ὀργαστήριον
Headword (normalized/stripped):
οργαστηριον
IDX:
62833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62834
Key:

Data

{'content': 'a place of ὄργια'}