Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιάς
ὀργιασμός
ὀργιαστής
View word page
ὀργασμός
orgasm
ShortDef
orgasm
Debugging
Headword:
ὀργασμός
Headword (normalized):
ὀργασμός
Headword (normalized/stripped):
οργασμος
IDX:
62832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62833
Key:
Data
{'content': 'orgasm'}