Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
View word page
ὀργάνωσις
organization, arrangement
ShortDef
organization, arrangement
Debugging
Headword:
ὀργάνωσις
Headword (normalized):
ὀργάνωσις
Headword (normalized/stripped):
οργανωσις
IDX:
62829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62830
Key:
Data
{'content': 'organization, arrangement'}