Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
ὄργια
View word page
ὀργανόω
to be organized

ShortDef

to be organized

Debugging

Headword:
ὀργανόω
Headword (normalized):
ὀργανόω
Headword (normalized/stripped):
οργανοω
IDX:
62828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62829
Key:

Data

{'content': 'to be organized'}