Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
ὀργεών
ὀργεωνικός
ὀργή
View word page
ὄργανος
working
ShortDef
working
Debugging
Headword:
ὄργανος
Headword (normalized):
ὄργανος
Headword (normalized/stripped):
οργανος
IDX:
62827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62828
Key:
Data
{'content': 'working'}