Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
ὀργάω
View word page
ὀργανοποιία
instrument-making

ShortDef

instrument-making

Debugging

Headword:
ὀργανοποιία
Headword (normalized):
ὀργανοποιία
Headword (normalized/stripped):
οργανοποιια
IDX:
62824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62825
Key:

Data

{'content': 'instrument-making'}