Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
ὀργάς
Ὀργᾶς
ὀργασμός
ὀργαστήριον
View word page
ὀργανοποιέω
furnish with organs

ShortDef

furnish with organs

Debugging

Headword:
ὀργανοποιέω
Headword (normalized):
ὀργανοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οργανοποιεω
IDX:
62823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62824
Key:

Data

{'content': 'furnish with organs'}