Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
ὀργάνωσις
View word page
ὀργανίτης
engineer

ShortDef

engineer

Debugging

Headword:
ὀργανίτης
Headword (normalized):
ὀργανίτης
Headword (normalized/stripped):
οργανιτης
IDX:
62819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62820
Key:

Data

{'content': 'engineer'}