Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
ὄργανος
ὀργανόω
View word page
ὀργανιστής
waterworks-engineer

ShortDef

waterworks-engineer

Debugging

Headword:
ὀργανιστής
Headword (normalized):
ὀργανιστής
Headword (normalized/stripped):
οργανιστης
IDX:
62818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62819
Key:

Data

{'content': 'waterworks-engineer'}