Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
ὀργανοποιικά
ὀργανοποιός
View word page
ὀργανάριος
fistularius
ShortDef
fistularius
Debugging
Headword:
ὀργανάριος
Headword (normalized):
ὀργανάριος
Headword (normalized/stripped):
οργαναριος
IDX:
62816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62817
Key:
Data
{'content': 'fistularius'}