Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
ὀργανίτης
View word page
ὀρβιοποιέω
make a preparation of vetch
ShortDef
make a preparation of vetch
Debugging
Headword:
ὀρβιοποιέω
Headword (normalized):
ὀρβιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ορβιοποιεω
IDX:
62809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62810
Key:
Data
{'content': 'make a preparation of vetch'}