Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
ὀργανιστής
View word page
ὀρβικλᾶτον
malum orbiculatum

ShortDef

malum orbiculatum

Debugging

Headword:
ὀρβικλᾶτον
Headword (normalized):
ὀρβικλᾶτον
Headword (normalized/stripped):
ορβικλατον
IDX:
62808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62809
Key:

Data

{'content': 'malum orbiculatum'}