Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργανικός
View word page
ὁράω
to see
ShortDef
to see
Debugging
Headword:
ὁράω
Headword (normalized):
ὁράω
Headword (normalized/stripped):
οραω
IDX:
62807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62808
Key:
Data
{'content': 'to see'}