Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀργά
ὀργάζω
View word page
ὁρατικός
able to see

ShortDef

able to see

Debugging

Headword:
ὁρατικός
Headword (normalized):
ὁρατικός
Headword (normalized/stripped):
ορατικος
IDX:
62804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62805
Key:

Data

{'content': 'able to see'}