Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
View word page
ὁρατής
beholder

ShortDef

beholder

Debugging

Headword:
ὁρατής
Headword (normalized):
ὁρατής
Headword (normalized/stripped):
ορατης
IDX:
62802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62803
Key:

Data

{'content': 'beholder'}