Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
View word page
ὁραματιστής
visionary

ShortDef

visionary

Debugging

Headword:
ὁραματιστής
Headword (normalized):
ὁραματιστής
Headword (normalized/stripped):
οραματιστης
IDX:
62798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62799
Key:

Data

{'content': 'visionary'}