Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
ὁραυγέομαι
View word page
ὁραματίζομαι
look
ShortDef
look
Debugging
Headword:
ὁραματίζομαι
Headword (normalized):
ὁραματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
οραματιζομαι
IDX:
62796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62797
Key:
Data
{'content': 'look'}