Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
View word page
ὁραῖος
of a boundary
ShortDef
of a boundary
Debugging
Headword:
ὁραῖος
Headword (normalized):
ὁραῖος
Headword (normalized/stripped):
οραιος
IDX:
62794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62795
Key:
Data
{'content': 'of a boundary'}