Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
View word page
ὀπωρώνης
a fruiterer
ShortDef
a fruiterer
Debugging
Headword:
ὀπωρώνης
Headword (normalized):
ὀπωρώνης
Headword (normalized/stripped):
οπωρωνης
IDX:
62791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62792
Key:
Data
{'content': 'a fruiterer'}