Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
ὅρασις
View word page
ὀπωροφύλαξ
watcher of fruits, garden-watcher

ShortDef

watcher of fruits, garden-watcher

Debugging

Headword:
ὀπωροφύλαξ
Headword (normalized):
ὀπωροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
οπωροφυλαξ
IDX:
62790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62791
Key:

Data

{'content': 'watcher of fruits, garden-watcher'}