Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὀράριον
View word page
ὀπωροφυλάκιον
hut of a garden-watcher

ShortDef

hut of a garden-watcher

Debugging

Headword:
ὀπωροφυλάκιον
Headword (normalized):
ὀπωροφυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
οπωροφυλακιον
IDX:
62789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62790
Key:

Data

{'content': 'hut of a garden-watcher'}