Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀνάπλευσις
ἀναπλέω
ἀναπλήθω
ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
View word page
ἀναπλημμύρω
make overflow

ShortDef

make overflow

Debugging

Headword:
ἀναπλημμύρω
Headword (normalized):
ἀναπλημμύρω
Headword (normalized/stripped):
αναπλημμυρω
IDX:
6278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6279
Key:

Data

{'content': 'make overflow'}