Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
View word page
ὀπωροφόρος
bearing fruit
ShortDef
bearing fruit
Debugging
Headword:
ὀπωροφόρος
Headword (normalized):
ὀπωροφόρος
Headword (normalized/stripped):
οπωροφορος
IDX:
62788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62789
Key:
Data
{'content': 'bearing fruit'}