Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
View word page
ὀπωροφορέω
to bear fruit
ShortDef
to bear fruit
Debugging
Headword:
ὀπωροφορέω
Headword (normalized):
ὀπωροφορέω
Headword (normalized/stripped):
οπωροφορεω
IDX:
62787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62788
Key:
Data
{'content': 'to bear fruit'}