Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
View word page
ὀπωροφαγία
eating of fruit
ShortDef
eating of fruit
Debugging
Headword:
ὀπωροφαγία
Headword (normalized):
ὀπωροφαγία
Headword (normalized/stripped):
οπωροφαγια
IDX:
62786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62787
Key:
Data
{'content': 'eating of fruit'}