Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
ὅραμα
View word page
ὀπωροτροφέω
pomifero
ShortDef
pomifero
Debugging
Headword:
ὀπωροτροφέω
Headword (normalized):
ὀπωροτροφέω
Headword (normalized/stripped):
οπωροτροφεω
IDX:
62785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62786
Key:
Data
{'content': 'pomifero'}