Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
ὁραῖος
View word page
ὀπωροπώλης
fruiterer
ShortDef
fruiterer
Debugging
Headword:
ὀπωροπώλης
Headword (normalized):
ὀπωροπώλης
Headword (normalized/stripped):
οπωροπωλης
IDX:
62784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62785
Key:
Data
{'content': 'fruiterer'}