Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσοῦν
View word page
ὀπωρολόγος
plucking fruit
ShortDef
plucking fruit
Debugging
Headword:
ὀπωρολόγος
Headword (normalized):
ὀπωρολόγος
Headword (normalized/stripped):
οπωρολογος
IDX:
62783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62784
Key:
Data
{'content': 'plucking fruit'}