Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
ὀπωροφύλαξ
ὀπωρώνης
ὅπως
View word page
ὀπωροκάπηλος
fruiterer
ShortDef
fruiterer
Debugging
Headword:
ὀπωροκάπηλος
Headword (normalized):
ὀπωροκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
οπωροκαπηλος
IDX:
62782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62783
Key:
Data
{'content': 'fruiterer'}