Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωροφυλάκιον
View word page
ὀπωρισμός
vintage
ShortDef
vintage
Debugging
Headword:
ὀπωρισμός
Headword (normalized):
ὀπωρισμός
Headword (normalized/stripped):
οπωρισμος
IDX:
62779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62780
Key:
Data
{'content': 'vintage'}