Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
ὀπωροφαγία
ὀπωροφορέω
View word page
ὀπωριμεῖος
of fruit

ShortDef

of fruit

Debugging

Headword:
ὀπωριμεῖος
Headword (normalized):
ὀπωριμεῖος
Headword (normalized/stripped):
οπωριμειος
IDX:
62777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62778
Key:

Data

{'content': 'of fruit'}