Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
ὀπωροτροφέω
View word page
ὀπωρίζω
to gather fruits

ShortDef

to gather fruits

Debugging

Headword:
ὀπωρίζω
Headword (normalized):
ὀπωρίζω
Headword (normalized/stripped):
οπωριζω
IDX:
62775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62776
Key:

Data

{'content': 'to gather fruits'}