Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
ὀπωροπώλης
View word page
ὀπωριαῖος
autumnal

ShortDef

autumnal

Debugging

Headword:
ὀπωριαῖος
Headword (normalized):
ὀπωριαῖος
Headword (normalized/stripped):
οπωριαιος
IDX:
62774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62775
Key:

Data

{'content': 'autumnal'}