Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
ὀπωρολόγος
View word page
ὀπώρη
late summer

ShortDef

late summer

Debugging

Headword:
ὀπώρη
Headword (normalized):
ὀπώρη
Headword (normalized/stripped):
οπωρη
IDX:
62773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62774
Key:

Data

{'content': 'late summer'}