Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπτός2
ὄπτω2
ὀπυάζομαι
ὅπυι
ὀπυιητής
ὀπυίω
ὀπυστύς
ὀπωπή
ὀπώπια
ὀπώρα
ὀπωράριον
ὀπώρη
ὀπωριαῖος
ὀπωρίζω
ὀπωρικός
ὀπωριμεῖος
ὀπωρινός
ὀπωρισμός
ὀπωροβασιλίς
ὀπωροθήκη
ὀπωροκάπηλος
View word page
ὀπωράριον
pomarium

ShortDef

pomarium

Debugging

Headword:
ὀπωράριον
Headword (normalized):
ὀπωράριον
Headword (normalized/stripped):
οπωραριον
IDX:
62772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62773
Key:

Data

{'content': 'pomarium'}